-
1 ιερό(ν)
τό1) святыня;αυτός δεν έχει ούτε ιερό(ν), ούτε όσιο — для него нет ничего святого;
2) святилище, алтарь -
2 ιερό(ν)
τό1) святыня;αυτός δεν έχει ούτε ιερό(ν), ούτε όσιο — для него нет ничего святого;
2) святилище, алтарь -
3 λόγος
ο1) слово;δεν ακούς έναν καλό λόγο απ' αυτόν — доброго слова от него не услышишь;
μην κάνεις λόγο σε κανένα — никому ни слова;
2) речь, разговор;προφορικός (γραπτός) λόγος — устная (письменная) речь;
τα όργανα τού λόγου — органы речи;
τό χάρισμα τού λόγου — дар речи;
περί τίνος γίνεται λόγ; — о чём идёт речь?;
(ο) λόγος γίνεται — или γίνεται λόγος γιά... — речь идёт ο...;
ούτε λόγος να γίνεται — об этом не может быть и речи;
ο περί ού ο λόγος — или ο εν λόγω — тот, о ком идёт речь;
κάμνω ( — или κάνω) λόγο — говорить, сказать;
μου έκαμε λόγο γιά... — он сказал мне о...;
ό, τι είχαμε το λόγο σου — как раз о тебе и шла речь;
ένα λόγο λέμε και δεν ακουγόμαστε — мы же об одном и том же говорим;
3) слово, речь, выступление;гробное) слово;πανηγυρικός λόγος — торжественное выступление;
λόγος παραινετικός — наставление;
η ελευθερία τού λόγου — свободг слова;
βγάζω (εκφωνώ) λόγο — выступать, произносить речь;
ζητώ το λόγο — просить слова;
δίνω (λαμβάνω — или παίρνω) το λόγο — предоставлять (брать) слово;
αφαιρώ το λόγο — лишать слова;
έχω το λόγο — моя очередь выступать;
4) слово, обещание;λόγον τιμής — честное слово;
ο
λόγος του είναι συμβόλαιο — или είναι άνθρωπος με λόγο ( — или έχει λόγο) — он — человек слова;σού δίνω τον λόγο μου — даю тебе слово;
δίνω τον λόγο της τιμής μου — даю честное слово;
στέκομαι στον λόγο μου — быть хозяином своего слова;
κρατώ ( — или βαστώ, τηρώ, φυλάττω) τον λόγομού — держать своё слово;
παραβαίνω ( — или αθετώ, πατώ) τον λόγο μου — нарушить, своё слово;
παίρνω πίσω το λόγο μου — брать своё слово назад;
5) изречение, пословица, поговорка;λέει ένας λόγος — или ο λόγος λέει... — пословица, поговорка гласит...;
6) логика, (здравый) смысл;ορθός λόγος — здравый смысл;
μετά λόγου — или κατά λόγον — логично; — согласно здравому смыслу, благоразумно;
παρά λόγον — а) нелогично;
вопреки здравому смыслу; б) вопреки ожиданиям:7) слухи;ακούστηκε ( — или βγήκε) ένας λόγος πώς — прошёл слух, что...;
8) слово, мнение; совет, рекомендация; приказ;αυτός έχει το λόγο εδώ μέσα — здесь последнее слово за ним, здесь он командует, здесь он хозяин;
ο λόγος του δεν πέφτει χάμω — с его словом считаются;
δεν σού πέφτει λόγος — твоё слово тут последнее, тебя не спрашивают, лучше помолчи;
δεν τον ακούει τον λόγο μου — он меня не слушает, он меня ни во что не ставит;
ο λόγος μας ν' ακούγεται! — моё слово — закон;
9) причина, основание; повод;δεν έχω κανένα λόγο δυσαρέσκειας εναντίον του — я ничего не имею против него;
άνευ λόγου — без причины, неоправданно;
δικαίω τω λόγω — оправданно;
правильно;φυσικώ τω λόγω — естественно, конечно;
γιά (διά) τον λόγο ότι — или επί τω λόγω ότι — или λόγω — или λόγω τού ότι — по причине, из-за, вследствие; — потому что;
λόγω ασθενείας — из-за болезни;
γιά ποιό λόγο; — по какой причине?;
по какому поводу?;зачем?;γιά ποιό λόγο το έκαμες; — почему ты это сделал?, для чего ты Зто сделал?;
δεν είναι ( — или υπάρχει) λόγος — не стоит, не за что;
10) отчёт; ответственность;υπέχω λόγον — нести ответственность;
δίδω λόγόντων πράξεων ( — или γιά τίς πράξεις) μου — отвечать за свои поступки;
θα τού ζητήσω το λόγο — я с него спрошу;
11) мат. отношение;λόγος δύο αριθμών — отношение двух чисел;
§ πεζός λόγος — проза;
μεγάλος λόγος — громкие слова;
κενοί λόγοι — пустые слова;
άλλος λόγος — другое дело;
άξιος λόγου — али λόγου άξιος — достойный упоминания; — значительный;
примечательный;ανάξιος λόγου — недостойный упоминания;
τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
ο λόγος το φέρνει — кстати говоря;
έρχομαι σε λόγους — ссориться, спорить;
δεν θέλω λόγο πάνω σ' αυτό — больше не желаю говорить, слушать об этом;
έδωσαν λόγο — а) они обручились;
б) они договорились...;ποιός έχει να πεί λόγο γιά...; — кто станет спорить о...?;
кто станет возражать против...?;περί ορέξεως ουδείς λόγος ο — вкусах не спорят;
τί λόγ! — или είναι λόγος να γίνεται; — о чём речь?!, стоит ли говорить об этом?!;
λόγος να γίνεται! — просто так, для разговора;
πες κάνα λόγο και γιά μένα σ' αυτόν — замолви ему и обо мне словечко;
από λόγο σε λόγο — слово за слово;
εν ενί λόγω — или μ'ελόγνα λόγο — одним 'словом;
κατά μείζονα λόγον — тем более;
κατ' αντίστροφον λόγον — наоборот, в обратном смысле;
κατά πρώτον λόγον — во-первых; — прежде всего;
επ' ουδενί λόγω — или κατ' ούδένα λόγον — никоим образом, ни в коем случае;
με άλλους λόγους — иными словами;
ο
λόγος είναι να... — речь идёт о том, чтобы...;του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — или λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — я (ты, он, она, мы, вы, они);
του λόγου σου μ' εγύρεψες; — ты меня искал?;
έχω κάτι να σού πω γιά λόγου της — я хочу тебе кое-что сказать о ней;
από λόγου μου — от самого себя;
ένας λόγος είν' αυτό — легко сказать;
ο λόγος το λέει — просто так, к слову пришлось;
πού λέει ο λόγος — к примеру, к слову сказать;
λόγου χάριν — например;
λόγο! - — о! оратору слово!;
ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το! — с меня достаточно, я сыт по горло твоими речами;
λόγος πού βγαίνει, ψεύτικος δεν είναι — погов, нет дыма без огня
-
4 ψυχή
η1) душа;τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;
αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;
2) храбрость, мужество, смелость, отвага;τό λέει η ψυχή του — он храбрый;
αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;
3) бодрый дух, энергия;αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;
4) душа, человек;τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;
ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;
δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);
ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;
οΰτε ψυχ! — ни души!;
5) бабочка, мотылёк;§ ψυχ
της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);, αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;
πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;
πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;
όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;
μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;
δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;
στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;
εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;
με όλη μου την ψυχή — всей душой;
τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;
με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;
με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;
ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);
καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);
ψυχ μου! — душа моя!;
τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;
δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;
≈ глаза — зеркало души
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
αδρέπανος — η, ο (Α ἀδρέπανος, ον) (Ν και αδράπανος) [δρέπανον] αυτός που δεν θερίστηκε με δρεπάνι, ο αθέριστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρεπάνι 2. που δεν έχει ούτε δρεπάνι, που στερείται τα πάντα, ο πάμφτωχος 3. άπρακτος … Dictionary of Greek
Άβλιχος, Μικέλης — (Ληξούρι 1844 – Αργοστόλι 1917).Σατιρικός ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Κεφαλονιά και μετά ταξίδεψε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
πεντάρφανος — και παντόρφανος και παντάρφανος, η, ο ο εντελώς ορφανός, αυτός που δεν έχει ούτε γονείς ούτε συγγενείς ούτε κανέναν άλλο προστάτη, ο έρημος και μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντάρφανος προέρχεται κατά μία άποψη από τ. παντόρφανος (< παντ[ο] + ορφανός) … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek